- ἐκθήλυνσις
- ἐκθήλ-υνσις, εως, ἡ,A becoming soft, relaxation,
σαρκῶν Hp.Aph.5.16
, cf.Art.52 :—also [suff] ἐκθήλ-ῡσις Nic.Fr.135.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαρκῶν Hp.Aph.5.16
, cf.Art.52 :—also [suff] ἐκθήλ-ῡσις Nic.Fr.135.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐκθήλυνσις — becoming soft fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλύνσεις — ἐκθήλυνσις becoming soft fem nom/voc pl (attic epic) ἐκθήλυνσις becoming soft fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλύνσιες — ἐκθήλυνσις becoming soft fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλύνσιος — ἐκθήλυνσις becoming soft fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθήλυνσιν — ἐκθήλυνσις becoming soft fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκθήλυνση — η (Α ἐκθήλυνσις και ἐκθήλυσις) το να γίνεται κάποιος θηλυπρεπής, να μεταβάλλει τη συμπεριφορά και ορισμένα χαρακτηριστικά του ώστε να μοιάζουν με γυναικεία αρχ. μεταβολή προς τη μαλθακότητα … Dictionary of Greek